αειρείτη

αειρείτη
ἀειρείτη, η (Α)
λέξη φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το ουσ. ἀρετή
«Εἰ δ' ἐπὶ τούτοις ἡ κακία ἐστὶν τοὔνομα, τοὐναντίον τούτου ἡ ἀρετὴ ἄν εἴη, σημαῑνον πρῶτον μὲν εὐπορίαν, ἔπειτα δὲ λελυμένην τὴν ῥοὴν τῆς ἀγαθῆς ψυχῆς εἶναι ἀεὶ, ὥστε τὸ ἀσχέτως καὶ τὸ ἀκωλύτως ἀεὶ ρέον ἐπωνυμίαν εἴληφεν, ὡς ἔοικε, τοῡτο τοὔνομα. Ὀρθῶς μὲν ἔχει ἀειρείτην καλεῑν, ἴσως δὲ αἱρετὴν λέγει, ὡς οὔσης ταύτης τῆς ἕξεως αἱρετωτάτης, συγκεκρότηται δὲ καὶ καλεῑται ἀρετή» (Πλάτ. Κρατύλος 415α·)
για την ορθή ετυμολ. τής λ. βλ. αρετή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀειρείτη — ἀείρειτος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”